- βασιλίκι
- το1. βασίλειο, βασιλική επικράτεια2. βασιλικό αξίωμα, βασιλεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεία ή < βασιλιάς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βασιλίκι — το η επικράτεια του βασιλιά, το βασίλειό του: Ο βασιλιάς κληρονομεί στο διάδοχό του το βασιλίκι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλαξοβασιλίκι — το 1. η μεταβολή τής πολιτικής καταστάσεως μιας χώρας 2. η έλευση τής βασιλείας τού Αντίχριστου. [ΕΤΥΜΟΛ. άλλαξο * + βασιλίκι] … Dictionary of Greek